γλυκοσαλιάζω

γλυκοσαλιάζω
αμετ.
1) испытывать удовольствие, удовлетворение, радость; 2) предвкушать удовольствие, наслаждение; 3) сильно желать, вожделеть (книжн.);

βλέπει τίς γυναίκες (την τούρτα) καί, γλυκοσαλιάζει — при виде женщин (торта) у него слюнки текут;

4) заигрывать, флиртовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γλυκοσαλιάζω" в других словарях:

  • γλυκοσαλιάζω — και ίζω 1. ησυχάζω, ανακουφίζομαι 2. μού τρέχουν τα σάλια από τον πόθο, επιθυμώ πολύ 3. ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σαλιάζω «εκκρίνω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοσαλιάζω — τρέχουν τα σάλια μου από επιθυμία: Οι γέροι στο πάρκο γλυκοσαλιάζουν χαζεύοντας τις κοπέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγλυκοσάλιαστος — και ιστος, η, ο [γλυκοσαλιάζω, ίζω] αυτός που ποτέ δεν ευχαριστήθηκε στη ζωή, που πάντοτε ήταν δυστυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»